- δυωδεκαπολις
- δυωδεκάπολιςHer. v. l. = δωδεκάπολις См. δωδεκαπολις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυωδεκάπολις — δυωδεκάπολις, ο, η (Α) αυτός που περιλαμβάνει δώδεκα ομόσπονδες πόλεις, δωδεκάπολη … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek